τριηρετικός

τριηρετικός
-ή, -όν, Α
(εσφ. γρφ.) βλ. τριηριτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριηριτικός — και, εσφ. γρφ., τριηρετικός, ή, όν, Α [τριήρης] αυτός που ανήκει σε τριήρη ή αυτός που μοιάζει με τριήρη («τριηριτικὰ σκεύη», Αππ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”